Αιγλήτης — Προσωνυμία του Απόλλωνα, που σημαίνει φωτοβόλος, ακτινοβόλος. Βωμός του Απόλλωνα υπήρχε στο νησί Ανάφη και είχε ιδρυθεί από τους Αργοναύτες, οι οποίοι, έχοντας ναυαγήσει κατά την επιστροφή τους στα ανοιχτά της Θήρας, είδαν ξαφνικά την Ανάφη να… … Dictionary of Greek
Καλάς — I (3ος αι. π.Χ.). Ζωγράφος. Καταγόταν από την Πέργαμο. Μαζί με τους ζωγράφους Γαύδοτο και Ασκληπιάδη στάλθηκε από τον βασιλιά Άτταλο B’ στους Δελφούς με σκοπό την αντιγραφή εικόνων από τις τοιχογραφίες που είχε φιλοτεχνήσει ο Πολύγνωτος στη λέσχη … Dictionary of Greek
Κυρήνεια ή Κερήνεια — Πόλη (19.000 κάτ. το 2003) της Κύπρου, πρωτεύουσα του ομώνυμου διοικητικού διαμερίσματος (640 τ. χλμ.). Εκτείνεται στη βόρεια ακτή του νησιού και αποτελεί ένα μικρό γραφικό λιμάνι, το οποίο υπήρξε κυρίως τουριστικό κέντρο έως την τουρκική εισβολή … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
Ντεφόε, Ντάνιελ — (Daniel Defoe, Λονδίνο περ. 1660 – Μούρφιλντς 1731). Άγγλος συγγραφέας. Γιος εμπόρου, ασχολήθηκε κι αυτός για ένα διάστημα με το εμπόριο. Η ζωή όμως και η προσωπικότητα του Ν. δεν είναι εκείνες του τίμιου και επίμονου βιοτέχνη, του υπομονετικού… … Dictionary of Greek